- ανεπάλλακτος
- ἀνεπάλλακτος, -ον (Α) [επαλλάσσω]εκείνος που έχει κάτι σε συνεχή σειρά και όχι εναλλάξ«ἀνεπάλλακτα ζῶα» ‘ τα ζῶα με διάταξη των δοντιῶν τέτοια ὥστε, ὅταν κλείνουν οι σιαγόνες, να εφάπτεται η επάνω σειρὰ με την κάτω σε αντίθεση προς τα καρχαρόδοντα*.
Dictionary of Greek. 2013.